- μυοκαρδίτιδα
- miyokardit, miyokart iltihabı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μυοκαρδίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού μυοκαρδίου, η οποία εκδηλώνεται με βυθιότητα, δηλαδή μείωση τής έντασης τών καρδιακών τόνων και με τυπικές διαταραχές τού ηλεκτροκαρδιογραφήματος, και μπορεί να καταλήξει σε καρδιακή ανεπάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
καρδίτιδα — η φλεγμονή τής καρδιάς, όρος που περιλαμβάνει την περικαρδίτιδα, την ενδοκαρδίτιδα και τη μυοκαρδίτιδα … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek